- ισχιακό νεύρο
- Το πιο μακρύ νεύρο του σώματος. Εκτείνεται από την κάτω άκρη του νωτιαίου μυελού και μέσω των γλουτών και έπειτα μέσω της κνήμης φθάνει στο πέλμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μήρος — (Ανατ.). Τμήμα του κάτω άκρου, που περιλαμβάνεται μεταξύ λεκάνης και γόνατος. Έχει σχήμα ατελούς κώνου με τη βάση προς τα πάνω και λοξή φορά από πάνω προς τα κάτω. Ο σκελετός του περιβάλλεται ολόκληρος από ισχυρές μυϊκές δέσμες, που εκτελούν τις… … Dictionary of Greek
μηρός — (Ανατ.). Τμήμα του κάτω άκρου, που περιλαμβάνεται μεταξύ λεκάνης και γόνατος. Έχει σχήμα ατελούς κώνου με τη βάση προς τα πάνω και λοξή φορά από πάνω προς τα κάτω. Ο σκελετός του περιβάλλεται ολόκληρος από ισχυρές μυϊκές δέσμες, που εκτελούν τις… … Dictionary of Greek
οσφυαλγία — (Ιατρ.). Επώδυνο σύνδρομο της οσφυϊκής χώρας. Ο πόνος μπορεί να παρουσιαστεί κατά τρόπο βίαιο και να εμποδίζει τις κινήσεις κάμψης και στροφής του κορμού. Μπορεί να οφείλεται σε παθήσεις των μυών, του νεφρού, σε δισκοπάθεια, σε βλάβες των… … Dictionary of Greek
ισχιακός — ή, ό αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στα ισχία: Ισχιακό νεύρο. – Ισχιακές αρθρώσεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ισχιαλγία — η πόνος δυνατός στο ισχιακό νεύρο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)